- ρεβέρ
- το, Ντο γύρισμα στο κάτω μέρος τού παντελονιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. revers «η ανάποδη όψη» (< λατ. reversus, μτχ. παρακμ. τού revertor «αναστρέφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
μπατζάκι — το 1. σκέλος τού πανταλονιού, ποδωνάρι 2. το κάτω άκρο τού παντελονιού, το ρεβέρ 2. στον πληθ. τα μπατζάκια τα πόδια 3. φρ. α) «τρομάρα στα μπατζάκια σου» λέγεται ως σκώμμα για έναν αδέξιο ή ανάξιο να κάνει κάτι β) «φωτιά στα μπατζάκια μας»… … Dictionary of Greek